Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Εσωτερικό κείμενο του Κ.Κ.Ε για το Πολυτεχνείο


Αναρτήθηκε από τον/την constantinosec στο Νοεμβρίου 5, 2007
Πηγή: Αποσπάσματα από την έκθεση του Γιάννη Γρηγορόπουλου προς την καθοδήγηση του Κ.Κ.Ε, δημοσιευμένο στην Ελευθεροτυπία, 28 Νοεμβρίου 2004
«Καταρχήν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί με σιγουριά ότι τα γεγονότα σε καμιά περίπτωση δεν ήταν οργανωμένα – οργανωμένα με την έννοια ότι η κατάληψη και η εξέλιξή της έγινε με βάση κάποιο σχέδιο, που είχε κάποιος επεξεργαστεί από τα πριν. Από την πλευρά των προοδευτικών δυνάμεων αυτό είναι καθαρό. Καμιά πολιτική δύναμη δεν πήρε την ευθύνη ότι είχε “σχεδιάσει” το Πολυτεχνείο. Άλλωστε αυτό έγινε φανερό και από τη συγκεκριμένη παρουσία και δράση όλων των οργανωμένων δυνάμεων στη διάρκεια της κατάληψης. Το ίδιο ισχύει και για τις διάφορες άλλες μορφές οργάνωσης των φοιτητών (Επιτροπές Αγώνα, ΦΕΑ, Τοπικοί Σύλλογοι, κλπ). Από την πλευρά των αντιδραστικών δυνάμεων θα μπορούσε να πει κανείς -εξετάζοντας μόνο τα φαινόμενα- και με βάση τη μετέπειτα εξέλιξη της 25ης Νοεμβρίου, ότι πιθανόν το Πολυτεχνείο να “δημιουργήθηκε” σκόπιμα για την ανατροπή του Παπαδόπουλου, από εχθρικές γι’ αυτόν και την πολιτική του δυνάμεις της χούντας. Σε αυτή την ανάλυση συνηγορεί και η ύπαρξη -πραγματικά- πολλών προβοκατόρων σε όλη τη διάρκεια των γεγονότων. Μια τέτοια άποψη βλέπουμε να υποστηρίζεται από την Α.Ο. (σημ. «αναθεωρητική ομάδα», δηλαδή το ΚΚΕ εσωτερικού κατά την τότε ορολογία του ΚΚΕ) με τη δήλωση του Χ. Δρακόπουλου για την κατάληψη αργά την Τετάρτη το βράδυ: “Η εξέλιξη στον τόπο μας έχει περιέλθει σε λεπτό σημείο. Παράλληλα στο ευρύτατο δημοκρατικό ενωτικό κίνημα που αξιώνει την είσοδο στη δημοκρατική ομαλότητα, σκοτεινές δυνάμεις εργάζονται για να φράξουν το δρόμο προς την κατεύθυνση αυτή και οργανώνουν προκλήσεις για να δικαιολογήσουν την επιβολή στρατοκρατικών μέτρων…” Η ίδια όμως η άποψη υποστηρίζεται και στην “ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής του Πολυτεχνείου” που δημοσιεύει η παράνομη “Πανσπουδαστική” φύλλο 8. Η ανακοίνωση αυτή ουσιαστικά εκφράζει τις δικές μας απόψεις γιατί δεν έχει ρωτηθεί για τη σύνταξή της κανένα μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής (ούτε καν τα μέλη της ΑντιΕΦΕΕ): “Καταγγέλλουμε την προσχεδιασμένη εισβολή στο χώρο του Πολυτεχνείου την Τετάρτη, 14 του Νοέμβρη, 350 περίπου οργανωμένων πρακτόρων της ΚΥΠ, σύμφωνα με το προβοκατόρικο σχεδίου των Ρουφογάλλη – Καραγιαννόπουλου, με βάση τις εντολές του παραμερισμένου τώρα τέως πρωτοδικτάτορα Παπαδόπουλου και της αμερικανικής CIA, με σκοπό να προβάλλουν με κάθε μέσο τραμπουκισμού και προβοκάτσιας, γελοία και αναρχικά συνθήματα και συνθήματα που δεν εκφράσαμε τη στιγμή και τις συγκεκριμένες δυνάμεις. Για να μπορέσουν έτσι να απομονώσουν το κίνημά μας και την εκδήλωσή μας του Πολυτεχνείου από το σύνολο του λαού και της νεολαίας. Για να μπορέσουν παραπέρα, κατασκευάζοντας (και με τη βοήθεια των χουντικών μέσων ενημέρωσης) την εικόνα μιας μεμονωμένης εξτρεμιστικής επαναστατικοαναρχικής εξέγερσης που δεν έχει τη συμπαράσταση του λαού, να χρησιμοποιήσουν το χιλιοτριμμένο πρόσχημα του ‘επαπειλούμενου κοινωνικού καθεστώτος’ για να δικαιολογήσουν την επαναφορά του στρατιωτικού νόμου και το δυνάμωμα της αιματηρής τρομοκρατίας. Ενέργειες που οι Αμερικανοί, η CIA και η χούντα είχαν από καιρό πάρει την απόφαση να επιβάλουν ύστερα από την παταγώδη αποτυχία της χουντομαρκεζίνικης προσπάθειας καθήλωσης και εκτόνωσης της λαϊκής πάλης…”
Η παραπάνω όμως άποψη δεν μπορεί να αντέξει σε σοβαρή κριτική αν ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένες συνθήκες της εποχής εκείνης, η εξάρτηση της χούντας από τους Αμερικανούς, οι κίνδυνοι που εγκυμονούσε μια τέτοια αντιμετώπιση για το ίδιο το καθεστώς της υποτέλειας στη χώρα μας, πράγμα που το ήξεραν και το έτρεμαν περισσότερο απ’ όλα όλοι οι κύκλοι της αντίδρασης. Μ’ αυτό το πρίσμα βλέποντας τα πράγματα, θα ήταν παράλογο να προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν μια φοιτητική εξέγερση -που η πιο πιθανή της εξέλιξη στις τότε συνθήκες ήταν να πάρει μεγαλύτερη έκταση και να γίνει υπόθεση όλου του λαού- για να επιφέρουν ορισμένες αλλαγές στην ηγεσία και την πολιτική της χούντας. Η αντίδραση έχει βαθιά συναίσθηση της δύναμης του λαϊκού κινήματος από τους μακροχρόνιους αγώνες του λαού μας και ξέρει ότι ένα τέτοιο σχέδιο θα ήταν παιχνίδι με τη φωτιά. Και παλιότερα είχαν γίνει προσπάθειες προβοκάτσιας με σκοπό την καλλιέργεια του αντικομμουνισμού και την απομόνωση της Αριστεράς (1963-1965). Προβοκάτσια όμως στο επίπεδο οργανωμένου σχεδίου σε τέτοια έκταση όπως τα γεγονότα του Πολυτεχνείου θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η αντίδραση δεν ήταν ούτε σε θέση, αλλά ούτε θα αποτολμούσε, να οργανώσει.
Βέβαια από τη στιγμή που η κατάληψη ήταν γεγονός, η αντίδραση χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που είχε (ΚΥΠ, χαφιέδες, Αστυνομία, κλπ), προσπάθησε να διαστρεβλώσει το χαρακτήρα της εξέγερσης, να χρησιμοποιήσει τα γεγονότα για να χτυπήσει το προοδευτικό κίνημα. Αυτό άλλωστε είχε γίνει και στην κατάληψη της Νομικής το Φλεβάρη του ’73, όπου προβοκάτορες προκάλεσαν πανικό, με αποτέλεσμα να γίνει υποχώρηση από τη μεριά μας και να εγκαταλείψουμε, αναγκαστικά, το κτίριο. Η τέτοια όμως συμπεριφορά της αντίδρασης δεν είναι και απόδειξη της ύπαρξης σχεδίου, αλλά αποτελεί μόνιμο στοιχείο, που περισσότερο έχει χαρακτήρα “άμυνας” του αστικού κράτους οποιαδήποτε μορφή κι αν έχει στις αντίστοιχες περιόδους της ιστορίας.
Η τέτοια τοποθέτηση και ερμηνεία του θέματος επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη των γεγονότων, που ανάγκασαν την αντίδραση να δείξει τη δύναμή της χρησιμοποιώντας το στρατό, την τελευταία της ελπίδα για να μην ξεφύγουν τα πράγματα τελείως από τον έλεγχο της. Αυτό ήταν μια σημαντική υποχώρησή της και έδειχνε το αδιέξοδο στο οποίο είχε φτάσει καθώς και το βαθμό απόγνωσης της. Στο τελευταίο αυτό, όπως φαίνεται και από τη δίκη του Πολυτεχνείου, ήταν σύμφωνοι όλοι οι παράγοντες της χούντας καθώς και η CIA που βοήθησε άμεσα στην εφαρμογή του σχεδίου “Kεραυνός”. (Tο σχέδιο αυτό χρησιμοποιείται σαν διέξοδος τη στιγμή που τα πολιτικά όπλα για την αναχαίτιση του λαϊκού κινήματος χρεοκοπούν)».
«Δεν πρέπει απλά να εντοπίζουμε το πρόβλημα και την ερμηνεία του στο ότι το επίπεδο οργάνωσης δεν ανταποκρινόταν στην αγωνιστική διάθεση του λαού και σε μια ανώτερη μορφή πάλης σαν την κατάληψη είτε να ξεπερνάμε τελείως το θέμα χαρακτηρίζοντας τη λαϊκή εξέγερση “οργανωμένο σχέδιο προβοκατόρων”. Η τέτοια αντιμετώπιση παραβλέπει την κύρια αιτία, που η κατάληψη του Πολυτεχνείου δεν εξελίχτηκε διαφορετικά, προς μια άμεσα θετική εξέλιξη για το κίνημα, δηλαδή την έλλειψη πολιτικής προετοιμασίας» (σ. 27).
«Στο ερώτημα να γίνει κατάληψη ή όχι δεν μπορέσαμε -σαν οργάνωση- ν’ απαντήσουμε θετικά ακριβώς επειδή δε βλέπαμε, για διάφορους λόγους, μια τέτοια μορφή πάλης να εντάσσεται στην πολιτική που ακολουθούσαμε τότε μέσα στο φοιτητικό κίνημα. Αλλά ούτε καθαρά αρνητική θέση πήραμε γιατί βλέπαμε -σα συνδικαλιστές της ΑντιΕΦΕΕ- να μας ξεπερνούν τα γεγονότα, να παίρνουν άλλοι την πρωτοβουλία των κινήσεων, να μην μπορούμε να επιδράσουμε ανασταλτικά πάνω στην εξέλιξη της κατάστασης. Πέρ’ απ’ αυτό, σ’ ορισμένα μέλη της ΑντιΕΦΕΕ υπήρχε διαμορφωμένη η αντίληψη ότι ήταν ώριμες οι συνθήκες για να χρησιμοποιήσουμε σα μορφή πάλης την κατάληψη, περισσότερο βέβαια σα μέσο πίεσης προς τη χούντα παρά σα μέσο για την άμεση ανατροπή της. Πάντως θα έπρεπε, όταν η κατάληψη ήταν πλέον γεγονός, να προσπαθήσουμε σαν οργάνωση να ελέγξουμε την κατάσταση μέχρι να επεξεργαστούμε την από κει και πέρα τακτική μας, άσχετα με το πώς βλέπαμε τη συγκεκριμένη μορφή πάλης να εξυπηρετεί τον αγώνα μας. Αλλά η οργάνωση αντιμετώπισε το γεγονός της κατάληψης με μια ανεξήγητη απάθεια, με πλήρη αδιαφορία. Αυτή ήταν η πρώτη ένδειξη της έλλειψης πολιτικής ετοιμότητας» (σ. 28).
«Οργανωμένες δυνάμεις της Αντί-ΕΦΕΕ υπήρχαν αρκετές. Έτσι σ’ αυτό το σημείο οποιαδήποτε ερμηνεία για τη στάση μας στη βάση οργανωτικών αδυναμιών δε στέκει. Υπήρχαν έμπειροι συνδικαλιστές, μέλη των εκλεγμένων επιτροπών των σχολών, γνωστοί σ’ όλο το φοιτητικό κόσμο, που θα μπορούσαν να επιβάλλουν τις απόψεις τους εύκολα και θα έπρεπε να καθοδηγούν προς την κατεύθυνση του ελέγχου της κατάληψης τουλάχιστον. Τελικά, αυτό που έγινε ήταν να ελεγχθεί ο χώρος του Πολυτεχνείου με την πρωτοβουλία των συνδικαλιστών μελών της ΑντιΕΦΕΕ, που αποτέλεσαν και την πλειοψηφία στην πρώτη Συντονιστική Επιτροπή. Δεν υπήρξε, όμως, καθοδήγηση, στη βάση της μόνιμης επαφής, σε κανένα ζήτημα σχεδόν και έτσι αναγκαστικά τα παραπάνω άτομα έδρασαν πρωτοβουλιακά σ’ όλη τη διάρκεια της κατάληψης. Δηλαδή τελικά δεν χρησιμοποιήθηκαν σχεδόν καθόλου οι οργανωμένες δυνάμεις που υπήρχαν μέσα στο Πολυτεχνείο, ούτε καν οι συνδικαλιστές μας που ήταν μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής» (σ.28).
«Ερμηνεύοντας αυτή τη διστακτική μας στάση απέναντι στην κατάληψη, αλλά και στην εξέλιξή της σε αντιφασιστική-αντιιμπεριαλιστική εκδήλωση, μπορούμε να διαπιστώσουμε ένα φόβο μπροστά σε ταχύρρυθμες εξελίξεις που θα ξέφευγαν -πιθανώς- από τον έλεγχό μας και παραπέρα έναν περίεργο “ρεαλισμό” στην τακτική μας, που φανέρωσε ότι δε βλέπαμε καθόλου στη μελλοντική μας προοπτική την ανατροπή της δικτατορίας μέσα από μορφές πάλης δυναμικής αναμέτρησης του λαού είτε αγωνιστικής του αντιπαράθεσης με ανώτερες μορφές πάλης ενάντια στη δικτατορία. (…) Αυτός ο “ρεαλισμός” που ήταν μόνιμο στοιχείο των αναθεωρητών και της τακτικής τους σ’ ένα βαθμό υπήρχε και σε μας, όπως έδειξε η στάση μας στο Πολυτεχνείο, που δε μας άφηνε να μπούμε ενεργά στην καθοδήγηση των αγώνων που ωρίμαζαν ή τουλάχιστον να έχουμε επαναστατική επαγρύπνηση και ετοιμότητα ν’ ανταποκρινόμαστε στις απαιτήσεις του αγώνα» (σ. 31).
Σημειώσεις: Ο Γ. Γρηγορόπουλος ήταν μέλος της Αντι – ΕΦΕΕ, εκπρόσωπος της σχολής του στην πρώτη Συντονιστική Επιτροπή, συντονιστής με ιδιαίτερη ευθύνη στο χώρο του ραδιοφωνικού πομπού, την εκπόνηση των κειμένων και των συνθημάτων, μέχρι την Παρασκευή το μεσημέρι. Το εσωτερικό έγγραφο – αναφορά προς την καθοδήγηση του Κ.Κ.Ε (μέρη του οποίου περιλήφθηκαν αυτούσια στην “Έκθεση για τα γεγονότα του Νοέμβρη 1973″ που εγκρίθηκε από την τέταρτη ολομέλεια της Κ.Ε του Κ.Κ.Ε) αποκαλύπτει πρώτον, ότι το κείμενο που είχε δημοσιευθεί στην Πανσπουδαστική φ. 8 με την υπογραφή της Συντονιστικής Επιτροπής ήταν στην πραγματικότητα γραμμένο απευθείας από το Κ.Κ.Ε χωρίς να έχουν γνώση ούτε καν τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής ανήκοντα στην Αντι – ΕΦΕΕ, δεύτερον, ότι η προσπάθεια και η γραμμή του κόμματος ήταν ενάντια στην κατάληψη αλλά απέτυχαν να την σταματήσουν, και τρίτον, ότι παρά την θέληση για έλεγχο της κατάληψης ούτε αυτό έγινε δυνατό.